τηλεγραφόξυλο

τηλεγραφόξυλο
τό
1) телеграфный столб; 2) перен. дылда, верзила

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τηλεγραφόξυλο" в других словарях:

  • τηλεγραφόξυλο — το, Ν 1. στύλος υποστήριξης συρμάτων τηλεγραφικού ή τηλεφωνικού δικτύου 2. μτφ. άνθρωπος πολύ ψηλός και αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος + ξύλο] …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφόξυλο — το τηλεγραφικός στύλος όπου στηρίζονται εναέρια σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»